κρύψορχις

κρύψορχις
κρύψ-ορχις, εως, ,
A undescended testicles, Gal.19.448.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρύψορχις — undescended testicles fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύψορχις — (I) κρύψορχις, εως, ἡ (Α) η κρυψορχιδία. (II) ο βλ. κρυψόρχης …   Dictionary of Greek

  • κρυψόρχης — και κρύψορχις, ο (Α κρυψόρχης) άτομο τού οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, αλλά παραμένουν μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. ἔ κρυψ α αόρ. τού κρύπτω) + όρχης (< ὄρχις), πρβλ. α όρχης, τρι όρχης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”